- τριοειδής
- τρῐοειδής, ές,A triple in form,
τὸ μεσότητι προσκεχρημένον τ. Pythag.
ap.Porph.VP51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ μεσότητι προσκεχρημένον τ. Pythag.
ap.Porph.VP51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.